ἐπιτροπείας

ἐπιτροπείας
ἐπιτροπείᾱς , ἐπιτροπεία
charge
fem acc pl
ἐπιτροπείᾱς , ἐπιτροπεία
charge
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεύσιμος — η, ο (Α ἐπιτροπεύσιμος, ον) [επιτροπεύω] αυτός που χρειάζεται να επιτροπευθεί, που έχει ανάγκη επιτροπείας …   Dictionary of Greek

  • συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτροπεία — η, Ν [συνεπιτροπεύω] (νομ.) η άσκηση επιτροπείας από δύο ή περισσότερα πρόσωπα …   Dictionary of Greek

  • Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • Δρούσος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων, που επονομάστηκαν Δ. όταν ένα από τα μέλη της σκότωσε τον Γαλάτη αρχηγό Δρούσο. 1. Μάρκος Λίβιος Δ. (2ος αι. π.Χ.). Πολιτικός. Έγινε δήμαρχος της Ρώμης το 122 π.Χ., μαζί με τον Γάιο Γράκχο. Ήταν όργανο των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Καρύδης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την Κεφαλονιά. 1. Βίκτωρ (1600 – 1665). Διακρίθηκε στους κρητικούς πολέμους. Σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Τούρκων, στην οποία πήρε μέρος επικεφαλής 90 αγωνιστών. 2. Βίκτωρ (1686 – 1772). Γιατρός. Υπήρξε …   Dictionary of Greek

  • Κοντογιάννης, Παντελής — (Χίος 1866 – 1928). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Φοίτησε ως υπότροφος του κληροδοτήματος Κρεατσούλη στη Ριζάρειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Επιστρέφοντας από το εξωτερικό διορίστηκε καθηγητής της ιερατικής σχολής Καισαρείας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”